- αγωνιώδης
- -ες [αγωνία]ο γεμάτος αγωνία, ανήσυχος, αγχώδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγωνιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, ουδ. πληθ. η, γεμάτος αγωνία: Ο γιατρός κατέβαλε αγωνιώδεις προσπάθειες για τη σωτηρία του ασθενή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο … Dictionary of Greek
εναγώνιος — α, ο (AM ἐναγώνιος, ον) αυτός που γίνεται με αγώνα ή αγωνία, αγωνιώδης, γεμάτος αγωνία («πάντα τον βίον ἐναγώνιον ἡμῑν εἶναι δεῑ καὶ ἐπίπονον», Ιω. Χρυσόστ.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγώνα, συμμετέχει σε αγώνα ή είναι κατάλληλος… … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
εφιαλτικός — ή, ό (Α ἐφιαλτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εφιάλτη, αποπνικτικός, βασανιστικός, αγωνιώδης, τρομακτικός («εφιαλτικά όνειρα») 2. αυτός που ενεργεί κατά τον τρόπο τού προδότη Εφιάλτη, προδοτικός αρχ. δαιμονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την … Dictionary of Greek
λαχταριστός — ή, ό [λαχταρίζω] 1. (για ψάρια) αυτός που σπαρταρά, που είναι ακόμη ζωντανός 2. αυτός που προκαλεί λαχτάρα, επιθυμητός, ελκυστικός («κάτι μήλα λαχταριστά») 3. γεμάτος αδημονία, αγωνιώδης. επίρρ... λαχταριστά με λαχταριστό τρόπο, με λαχτάρα … Dictionary of Greek
μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
σασπένς — το, Ν άκλ. αγωνιώδης αβεβαιότητα και προσμονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. suspense «εκκρεμότητα, αβεβαιότητα, αγωνία» (< λατ. suspendo «κρεμώ»)] … Dictionary of Greek